ἄλπνιστος

ἄλπνιστος
ἄλπνιστος
Grammatical information: adj.
Meaning: See below. (Pi. I. 5 (4), 12)
Other forms: ἔπαλπνος `amiable' (Pi. P. 8, 84) = ἡδύς, προσηνής (Sch.); ἀλπαλέον ἀγαπητόν H., from which (perhaps) ἁρπαλέος (influenced by ἁρπάζω; the gloss ἁπάλιμα· ἁρπακτά, προσφιλῆ shows the double meaning; cf. also ἁρπαλίζομαι· ἀσμένως δέχομαι H.). Here also the PN Άλπονίδης (inscr. Karthaia), Bechtel Namenstudien 5f., from ῎Αλπων.
Dialectal forms: ἄλπαρ inscr. Crete; uncertain.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For ἄλπνιστος Wackernagel KZ 43, 377 reads *ἄλπιστος, a primary superlative formation and attested as PN (A. Pers. 982; but text uncertain). The assumption of an old r\/n-stem, once popular, is unnecessary (the Cretan form would point to it). - ἀλπ- as *Ϝαλπ-, zero grade of *Ϝελπ- in ἔλπομαι, ἐλπίς, is doubtful (one expects *Ϝλαπ-).
Page in Frisk: 1,78

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλπνιστος — ἄλπνιστος, η, ον (Α) (υπερθ. τού επιθ. *ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ πνος) γλυκύτατος, φίλτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα ν ) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ < *Fαλπ,… …   Dictionary of Greek

  • ἄλπνιστον — ἄλπνιστος sweetest masc acc sg ἄλπνιστος sweetest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …   Dictionary of Greek

  • έπαλπνος — ἔπαλπνος, ον (Α) γλυκός, προσηνής, ευχάριστος, τερπνός («νόστος... ἔπαλπνος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *αλπνός (θετ. βαθμός τού άλπνιστος «ηδύτατος, πολύ εύχάριτος»), τ. που απαντά μόνο στο ανωτέρω σύνθετο] …   Dictionary of Greek

  • αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”